- πρωτασφαλιστής
- ο, Νο ασφαλιστής στον οποίο κάνει κανείς την πρώτη του ασφάλεια ή ασφαλίζεται για πρώτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ασφαλιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτασφαλιστικός — ή, ό, Ν [πρωτασφαλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτασφάλιση ή στον πρωτασφαλιστή … Dictionary of Greek